- κλειδαμπαρώνω
- -ωσα, -ώθηκα, κλειδαμπαρωμένος, κλειδώνω και αμπαρώνω την πόρτα, διπλοκλειδώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλειδαμπαρώνω — ασφαλίζω πολύ καλά τις πόρτες με κλειδί και με αμπάρα, μανταλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδώνω + αμπαρώνω] … Dictionary of Greek